εξορκιστικός

εξορκιστικός
-ή, -ό [εξορκιστής]
αυτός που αναφέρεται στον εξορκισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξορκιστικός — ή, ό που αναφέρεται στον εξορκισμό (βλ. λ.) ή συμβάλλει σ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”